in

Ζούμε όπως παίξαμε

«Πόσο φοβόμαστε τελικά το παιχνίδι; Πόσο τρέμουμε την ελευθερία της αταξίας που δημιουργεί, των αναπόφευκτων αμφισβητήσεων που προκύπτουν από αυτό, ώστε να αισθανόμαστε την ανάγκη να το υποτάξουμε στους νόμους της αγοράς και της ζήτησης, να το καθηλώσουμε σε ένα ακόμη προϊόν ή και παρεχόμενη υπηρεσία μέσω των εργαστηρίων παιχνιδιού για παιδιά και γονείς που εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια».

Σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Μαρσέλ Μάους, μέσω του παιχνιδιού καθίσταται δυνατή η ανάγνωση μιας κοινωνίας. Η θέση μας σήμερα ως ενήλικες απέναντι στο παιχνίδι των παιδιών, καθρεφτίζει την κοινωνίας μας, η οποία μοιάζει να το αντιστρατεύεται.

Κατά τον Φρόιντ, «Το αντίθετο του παιχνιδιού δεν είναι η σοβαρότητα , αλλά η πραγματικότητα», με τον σημερινό άνθρωπο να προσαρμόζεται εύκολα, πεπεισμένος ότι δεν μπορεί να κάνει και πολλά για να την αλλάξει.

Ο μεταβατικός χώρος του παιχνιδιού είναι το σημείο όπου το παιδί διερευνά το άγνωστο, βιώνοντας την ελευθερία της ύπαρξής του, αναδημιουργώντας τον εαυτό του και τον κόσμο του.

Παίζοντας έτσι ως παιδί, είναι πιο πιθανό ως ενήλικας να είναι σε θέση να βιώνει τις επερχόμενες μεταβολές ως προκλήσεις και όχι ως μείζονα προσωπική αμφισβήτηση και να συμβάλλει στην δημιουργία του κόσμου του αύριο, απαρνούμενος τη θέση του παθητικού υποκειμένου.

Δυστυχώς σήμερα η παιγνιότητα, αν και πρωταρχική ιδιότητα του παιδιού, μοιάζει να μην του επιτρέπεται από τους ενήλικες.

Ως εκπρόσωποι του καταναλωτισμού τείνουμε να συγχέουμε τα υλικά παιχνίδια με την πράξη του παιχνιδιού. Παρέχουμε στα παιδιά πληθώρα παιχνιδιών που τελούν στην υπηρεσία ενός μετρήσιμου γνωστικού στόχου, στομώνοντας έτσι την δημιουργικότητά τους. Ξεχνάμε πως «παίζω δεν σημαίνει τείνω προς ένα συγκεκριμένο στόχο αλλά είμαι δεκτικός στο απρόσμενο».

Ξεχνάμε πως η λειτουργία του παιχνιδιού δεν αφορά την εξάρτηση του «έχω» μα την ελευθερία του «είναι». Μια χαρτοπετσέτα, ένα κουρελάκι μπορεί να «είναι» καπέλο, πουλί, αέρας, σύννεφο.. ένας ολόκληρος κόσμος εν τη γενέσει του. Αυτή η δυνητικότητα συνιστά την συναρπαστικότητα του παιχνιδιού, την περιέργεια για το τι θα συμβεί μετά, την έκπληξη μπρος στο απρόσμενο, την δυναμική -του τι μπορώ να κάνω, την εξερεύνηση -του πώς μπορώ να είμαι.

Πόσο φοβόμαστε τελικά το παιχνίδι; Πόσο τρέμουμε την ελευθερία της αταξίας που δημιουργεί, των αναπόφευκτων αμφισβητήσεων που προκύπτουν από αυτό, ώστε να αισθανόμαστε την ανάγκη να το υποτάξουμε στους νόμους της αγοράς και της ζήτησης, να το καθηλώσουμε σε ένα ακόμη προϊόν ή και παρεχόμενη υπηρεσία μέσω των εργαστηρίων παιχνιδιού για παιδιά και γονείς που εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια.

Γιατί προωθούνται τα παιχνίδια -games εις βάρος του ελεύθερου παιχνιδιού – play;

Με τα games, διασφαλίζεται εκ των προτέρων, το σημείο λήξης του παιχνιδιού: νίκη, ήττα, ισοπαλία, σκορ. Αυτό που ορίζει τα games, δεν είναι η αυτοδιάθεση του παιδιού μα η φύση του αποτελέσματος.

Με την αυστηρή δομή τους το ωθούν να δομεί με τη σειρά του, μια άμυνα απέναντι στο μη προβλέψιμο που προσφέρει το συμβολικό ελεύθερο παιχνίδι (play). Κι επειδή, «χωρίς καμία αμφιβολία θα ζήσουμε όπως παίξαμε»[1], μεγαλώνοντας εξακολουθούμε να παίζουμε με αφάνταστη σοβαρότητα παρόμοια παιχνίδια με τον εαυτό μας και τους άλλους. Χρειάζονται και τα games-παιχνίδια.

Μα στον καιρό μας μοιάζει να υπερκαλύπτουν το μεταβατικό χώρο του συμβολικού παιχνιδιού. Κι έχει σημασία αυτό να το δούμε. Γιατί, ό,τι μας κρατά ως παιδιά περιορισμένους μέσα σε ένα συγκεκριμένο εύρος αλληλεπιδράσεων, χρησιμοποιώντας ένα επιβεβλημένο σύνολο κανόνων, εξακολουθεί και στη ζωή μας να μας κινεί και να θέτει όρια στο τι μπορούμε να κάνουμε, «φυλακίζοντάς» μας, σε ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο συμμόρφωσης κι εξάρτησης.

Σίγουρα έτσι νοιώθουμε ασφαλείς. Κάθε ιδέα ενός μεγαλύτερου ή και διαφορετικού εύρους αλληλεπίδρασης μοιάζει τρομακτική ακόμη και για να την φανταστεί κανείς. Εύκολα μπορούμε να κάνουμε τις αναγωγές σε σχέση με την λειτουργία μας στην κοινωνία και τις αντιστάσεις μας στη δημιουργικότητα και την αλλαγή που οδηγούν σε νέους τρόπους ύπαρξης, συνοχής και αλληλεπίδρασης.

Στο ελεύθερο συμβολικό παιχνίδι, το παιδί ακολουθεί την εσωτερική του παρώθηση. Αφήνεται σε μια περιπέτεια, εξερευνώντας το άγνωστο μέσα κι έξω από τον εαυτό του, εμπιστευόμενο τη διαδικασία του παιχνιδιού. Αν αφιερώναμε λίγο χρόνο να το παρατηρήσουμε χωρίς να επεμβαίνουμε, θα ανακαλούσαμε την φράση του Σίλο: «Σου μιλώ για απελευθέρωση, για κίνηση, για διαδικασία». Παίζοντας μοιράζονται πράγματα και εμπειρίες, συναισθήματα, νέες αισθήσεις, δημιουργούνται αναφορές. Κι όλα αυτά τα γεννήματα της στιγμής τα υποδέχονται με χαρά και πνεύμα ανοίγματος. Μη προσδοκώντας κανένα όφελος, παρά μόνο ελπίζοντας στην επόμενη στιγμή.

Ο Λάο Τσε είχε πει: «Του τροχού τον άξονα μοιράζονται τριάντα ακτίνες. Χρήσιμος όμως γίνεται από την κεντρική του τρύπα. Πλάσε κανάτι με πηλό. Χρήσιμο γίνεται από τον εσωτερικό του άδειο χώρο. Το όφελος λοιπόν έρχεται από τούτο που υπάρχει. Το χρήσιμο προκύπτει από εκείνο που λείπει».

Είναι ανάγκη να αφήνουμε κενό χώρο στα παιδιά να παίζουν ελεύθερα, χωρίς σκοπό. Αυτό μόνο αρκεί! Σήμερα αποτιμάται ως χάσιμο χρόνου το να μην κάνουμε τίποτα άλλο εκτός από το να παίζουμε, το να μην έχουμε άλλο σκοπό εκτός από το να γνωριστούμε. Κι όμως μέσω αυτού που παραχωρούμε οι ενήλικες στον εαυτό μας ως ευκαιρία για απόλαυση και παιχνίδι, μεταβιβάζουμε στα παιδιά το πιο ουσιώδες, την επιθυμία και την χαρά για ζωή.

 

 

Πηγή

Είναι σωστό να «μαλώσετε» το παιδί ενός άλλου γονιού;

Αφήστε τα παιδιά να ζήσουν όπως θέλουν….