in

Τι θυμάμαι απ΄τον πατέρα μου

Τη γαμπριάτική του φωτογραφία, το 1950, επιζωγραφισμένη αργότερα, με κάπως παραπάνω (για άντρα) ροδαλά μάγουλα, και ψεύτικα στη γωνία λουλούδια

— Την πρώτη μας βόλτα μαζί, αμέσως μόλις περπάτησα, ενώ δίπλα μας η μητέρα προχωράει οδηγώντας μήπως και κουραστώ, το αρχοντικό για τα δεδομένα της εποχής, με κουκούλα, μωρουδίστικο αμαξάκι μου.

— Έξω απ’ το μεγαλύτερο εμπορικό της πόλης μας, όπου είχαμε πάει να αγοράσουμε τα απαιτούμενα αμέσως μετά τη γέννηση του αδελφού μου, ενώ στα χέρια μου εγώ κρατώ ένα φορτηγό ξύλινο απαστράπτον, μεγάλο κάπως για την ηλικία μου, αγορασμένο επίτηδες πριν από λίγο, για να προλάβει την ενδεχόμενη ασφαλώς, ζήλεια μου.

— Γλέντι στο σπίτι μας αμέσως μετά, κατά την ημέρα της βάπτισης του αδελφού μου, με πρόσωπα φιλικά να γελάνε, να ευθυμούν στο τραπέζι, και στην άκρη εκείνος να παίρνει τις πιατέλες με τα ψητά από τα χέρια της γιαγιάς μας Πολυξένης, η οποία λίγα χρόνια μετά, έτσι για την ιστορία, έχοντας με το παραπάνω μακροημερεύσει, μας άφησε.

— Απαγγελία ποιημάτων στο Δημοτικό, όπου τα είχα χάσει και μπέρδεψα τους στίχους, γι’ αυτό και μου δίνει ένα φιλί που πιο «δυνατό» και από τόσο βάθος καρδιάς σε λυπημένο άνθρωπο, δεν έχει δοθεί μου φαίνεται ίδιο, ποτέ.
— Στο ζαχαροπλαστείο τις ημέρες κάποιας τοπικής εορτής μας, στην κεντρική μας μεγάλη πλατεία με μια φιάλη μπίρας «Φιξ κάνει καλό» πάνω στο τραπέζι μας, δυο άλλες πορτοκαλάδας με δυσδιάκριτη τη μάρκα, καθώς και ένα κυπελάκι παγωτού της τότε γνωστής γαλακτοβιομηχανίας «Άσπρο», που μάλλον κατά παραχώρησιν λόγω της ημέρας, πρέπει να μου είχε επιτρέψει να φάω.

— Τσολιαδάκι μαζί με τον αδελφό μου την εικοστή πέμπτη Μαρτίου, ενώ εκείνος στην άκρη νομίζοντας ότι δεν τον έπιανε ο φακός, χαμογελώντας γλυκά και κρατώντας στα χέρια του μαρούλια και κρεμμυδάκια φρέσκα που τότε είχαν πρωτοβγεί, μια και δεν υπήρχαν όπως σήμερα ολοχρονίς, τα ψυγεία.

— Σε αναψυκτήριο δροσερό (στην Αθήνα τώρα πια), προς τιμή μου, διότι τέλειωσα το Λύκειο και θα συμμετείχα σε λίγο στις εξετάσεις του «Ακαδημαϊκού», τις σημερινές «Πανελλήνιες». Περικοκλάδες και άλλα καλλωπιστικά γύρω μας, ενώ το ουζάκι του στο ποτήρι ανάμεσα στις γρανίτες και τα αναψυκτικά, έδινε όντως έναν τόνο χαρακτηριστικό, χαλαρότητας και ξεκούρασης.

— Το επισκεπτήριο κατά την περίοδο πού ήμουν νεοσύλλεκτος στο στρατό, να μου δίνει χαμογελαστός λεφτά, και εγώ να κάνω πως δεν τα θέλω.

…Πατέρα, η ημέρα, τα παιδιά και οι δουλειές μας, έγιναν για να μας κάνουν να ξεχνούμε, και ο χρόνος σιγά-σιγά, ίσως, για να μας μακραίνει.

Ο ύπνος όμως πατέρα, ο ύπνος, έγινε για να έρχεσαι…

Του Γιώργου Μαρκόπουλου.

 

Πηγή

Ένα όνομα, μια ιστορία πολλές φορές μια δύσκολη υπόθεση

Όταν ο Μπαμπάς είναι άνεργος