in

Μαθησιακές δυσκολίες: Πως θα τις καταλάβουμε και τι μπορούμε να κάνουμε

Έχει το παιδί μου μαθησιακές δυσκολίες; Μια ερώτηση – «εφιάλτης»

Έχει το παιδί μου μαθησιακές δυσκολίες; Μια ερώτηση – «εφιάλτης» που ταλανίζει στην εποχή μας πολλούς γονείς και τους δημιουργεί μια χιονοστιβάδα αρνητικών συναισθημάτων, άγχους, ακύρωσης της προσωπικότητας και της προσφοράς τους.

Ξεκινώντας τη διερεύνηση αυτού του πολύπλοκου μονοπατιού που ονομάζεται «Μαθησιακές Δυσκολίες», αξίζει να αναφέρουμε πως το φαινόμενο δεν ειναι καινούργιο. Και στο παρελθόν κάποια παιδιά, ανεξάρτητα από το κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, καταγωγή, γλώσσα ή θρησκεία, παρουσίαζαν δυσκολίες στην προφορική γλώσσα, στην ανάγνωση, στη γραφή, στην κατανόηση, παρόλο που σε άλλους τομείς ήταν πολύ έξυπνα και ίσως εξυπνότερα από παιδιά που δεν αντιμετώπιζαν τέτοιου είδους δυσκολίες.
Οι μαθησιακές δυσκολίες είναι ένα πρόβλημα, το οποίο μπορεί να εκδηλώνεται ως δυσκολία ενός παιδιού στο να ακούει, να μιλάει, να σκέφτεται, να γράφει, να διαβάζει, να ορθογραφεί ή να λύνει πράξεις. Είναι διαπιστωμένο ότι ένα είδος μαθησιακών δυσκολιών οφείλεται σε νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει θεμελιακές λειτουργίες της μάθησης. Υπάρχουν όμως και παιδιά με τις ίδιες ή παρόμοιες μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες οφείλονται σε διάφορα βιολογικά και εκπαιδευτικά αίτια όπως:
σε χαμηλή νοημοσύνη
  • σε σοβαρές αισθητηριακές διαταραχές κυρίως της όρασης, της ακοής και της κινητικότητας
  • σε δυσμενές οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον που εμποδίζει την απόκτηση νέων γνώσεων από το παιδί,
  • σε διαταραχές του προφορικού λόγου (κατά κανόνα, τα παιδιά που έχουν προβλήματα στον προφορικό τους λόγο, τα μεταφέρουν και στο γραπτό)
Η ανακάλυψη μίας μαθησιακής δυσκολίας είναι κάτι που προβληματίζει κάθε γονιό γιατί πολύ συχνά αυτή η δυσκολία δεν γίνεται εμφανής πριν το Δημοτικό κι ακόμα και τότε, μπορεί να μην εντοπίζεται με ευκολία, με αποτέλεσμα να μην είναι προετοιμασμένος για τη στάση που θα πρέπει να πάρει. Κάθε παιδί, επίσης, μπορεί να παρουσιάζει διαφορετικού τύπου δυσκολία.
Αυτό που ξεχωρίζει το παιδί που έχει πραγματική δυσκολία από τα υπόλοιπα είναι όταν εμφανίζει πλήθος από τα παρακάτω συμπτώματα και για μεγάλο και σταθερό χρονικό διάστημα στους παρακάτω τομείς.
Στην γραφή μπερδεύει γράμματα (πχ. Να βένω αντί να δένω) – κυρίως β με δ και φ με θ.Παραλείπει γράμματα ή συλλαβές (πχ διβάζω αντί διαβάζω), ή μεταθέτει ή επαναλαμβάνει συλλαβές. Δεν χρησιμοποιεί τόνους και σημεία στίξης και κάνει πολλά ορθογραφικά λάθη που συνήθως δεν δικαιολογούνται για την ηλικία του. Το γράψιμο του είναι πολλές φορές δυσανάγνωστο. Γράφει πολύ αργά γιατί σκέφτεται πολύ κάθε γράμμα που θα βάλει και πολλές φορές καθρεπτικά (πχ. 3 αντί του ε).
Στην ανάγνωση διαβάζει συλλαβιστά, με μονότονη φωνή και πολύ αργά. Παραλείπει λέξεις και γράμματα καθώς και αγνοεί τους τόνους και τα σημεία στίξης.Διαβάζει πολλές φορές άλλη λέξη αντί αυτής που είναι στο κείμενο ( τρεπάζι αντί τραπέζι).
Στην γραπτή έκφραση το κείμενό του παρουσιάζει πολύ φτωχό λεξιλόγιο, χωρίς να ακολουθεί πολλές φορές κάποια λογική σειρά σε αυτά που γράφει. Το κείμενο παρουσιάζει πολλές ασυνταξίες και πολλά ορθογραφικά λάθη.Δυσκολεύεται να εκφράσει και το πολυ απλό νόημα γραπτά.
Στην επεξεργασία κειμένου δυσκολεύεται να απαντήσει σε ερωτήσεις κατανόησης σε κείμενο που πριν λίγο έχει διαβάσει.Δεν του είναι εύκολο να αποδώσει το κείμενο προφορικά και παραθέτει πληροφορίες χωρίς συνήθως να τηρεί χρονολογική σειρά.
Στα μαθηματικά μπορεί να μην θυμάται τα σύμβολα και να τα μπερδεύει (=, +). Δεν κατανοεί τα ζητούμενα των προβλημάτων πολύ εύκολα για να δώσει την λύση που απαιτείται. Ακόμα δυσκολεύεται να θυμηθεί τα βήματα που χρειάζονται για να γίνει μια πράξη.
Γενικά αυτά τα παιδιά, λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση με αποτέλεσμα να έχουν αρνητική εικόνα για το σχολείο και την μάθηση. Επίσης ένα άλλο βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ότι αποθαρρύνονται εύκολα και κουράζονται πιο γρήγορα από τα άλλα παιδιά γιατί καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της γραφής και της ανάγνωσης.
Εκτός από τα παραπάνω μπορεί να παρουσιάζονται και συμπτώματα σε άλλους τομείς, οι οποίοι επηρεάζουν την ικανότητα μάθησης του παιδιού όπως:
  • Δυσκολία συγκέντρωσης και έλλειψη προσοχής.
  • Δυσκολία στην ταξινόμηση, αποθήκευση και οργάνωση πληροφοριών.
  • Δυσκολίες στη μνήμη.
  • Αποδιοργάνωση σε ατμόσφαιρα άγχους και έντασης.
  • Δυσκολία στο να ακολουθεί περίπλοκες οδηγίες.
  • Υπερκινητικότητα.
  • Δυσκολίες συντονισμού των χεριών.
  • Δυσκολία στην κατανόηση εννοιών ή λέξεων.
  • Δυσκολία προσανατολισμού στο χώρο.
  • Δυσκολία στην αντίληψη χρονικών αλληλουχιών (π.χ στη σειρά των ημερών, μηνών, στην εκμάθηση της ώρας κ.τ.λ)
Αν λοιπόν ο γονιός αρχίσει να αντιλαμβάνεται κάποια από αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να μην πανικοβληθεί αλλά να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να βοηθήσει το παιδί του να εκμεταλλευτεί τις ικανότητες του, με τον ρυθμό που αυτές του επιβάλλουν. Είναι προφανές ότι η διάγνωση και αξιολόγηση των δυσκολιών δεν είναι κάτι απλό και εύκολο.
Θα πρέπει να εντοπιστούν οι ακριβείς αιτίες των συμπτωμάτων προκειμένου να γίνει η σωστή αντιμετώπιση των δυσκολιών του παιδιού. Για τη διάγνωση και αξιολόγηση των δυσκολιών είναι απαραίτητη η συμβολή ενός έμπειρου και εξειδικευμένου προσωπικού που θα περιλαμβάνει αρχικά ειδικευμένο παιδίατρο, εκπαιδευτικό ψυχολόγο, ειδικό παιδαγωγό, λογοθεραπευτή και κατά περίπτωση άλλους ειδικούς που θα εκτιμήσουν προσεκτικά τις ικανότητες και τις αδυναμίες του παιδιού με μία σειρά ειδικών διαγνωστικών δοκιμασιών, προκειμένου να διαπιστώσουν αρχικά την αιτία και κατά δεύτερον το είδος των μαθησιακών δυσκολιών του παιδιού.
Οι γονείς οφείλουν να ενημερωθούν για την φύση της δυσκολίας και να αναπτύξουν μια συνεργασία με τους θεραπευτές και το σχολείο. Στο σπίτι να μπορούν να προσφέρουν στο παιδί ερεθίσματα, ώστε να αναπτύσσει την προφορική του έκφραση (πχ. να του μιλάμε για το χώρο, για τα αντικείμενα, να επικοινωνούμε μαζί του με τραγούδια, να μάθουμε στο παιδί να χτυπά παλαμάκια στην κάθε συλλαβή κτλ). Να συζητούν με το παιδί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει και να μην του αποκρύπτουν το πρόβλημα ώστε να μην αισθάνεται ότι είναι κάτι κακό και επιλήψιμο. Να έχουν υπομονή και να μην πιέζουν το παιδί γιατί αυτό δεν οδηγεί σε κανένα αποτέλεσμα.Να καλλιεργούν το θάρρος και την αυτοπεποίθηση στο παιδί ὠστε να μάθει να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες, όποιες και να είναι αυτές.
Η οικογένεια οφείλει να βοηθά το παιδί να οργανώνει το χρόνο του και γενικά τα μαθήματα και τις δραστηριότητες του ώστε να μαθαίνει να ζει σε κάποια πλαίσια που δεν θα το αποδιοργανώνουν και αγχώνουν. Επίσης πολύ απαραίτητο είναι να βοηθήσει το παιδί να συγκεντρώνεται με το να καθιερώσει μια ρουτίνα στο διάβασμα με παράλληλη παροχή θετικών κινήτρων.
Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι κάθε μικρή επιβράδυνση ή δυσκολία στην εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής στις 2 πρώτες τάξεις του Δημοτικού, δε σημαίνουν οπωσδήποτε μαθησιακές δυσκολίες Αντίθετα, είναι αρκετά συχνές και τις περισσότερες φορές είναι παροδικές και βελτιώνονται με την κατάλληλη βοήθεια.
Αν όμως το παιδί εμφανίζει έντονη δυσκολία στο γραπτό λόγο που ανησυχεί τους γονείς και το δάσκαλο, τότε οι γονείς οφείλουν να απευθυνθούν στο κατάλληλο διαγνωστικό κέντρο ώστε να αντιμετωπισθεί έγκαιρα.
ΕΔΡΑ: Φορέας Ψυχικής Υγείας

Ελευθερία, όχι ασυδοσία!

Άλλο λέει ο μπαμπάς και άλλο η μαμά