Ποτέ δε γίνεται σκόπιμα, όμως η προνομιακή μεταχείριση του ενός παιδιού συγκριτικά με το άλλο δημιουργεί πολλά προβλήματα στην ψυχοσύνθεση και των δύο:
Το παιδί που είναι δέκτης προνομιακής μεταχείρισης νιώθει μια ανωτερότητα και θεωρεί-με μια δόση υπερβολής-ότι όλο το σύμπαν περιστρέφεται γύρω του. Ότι δηλαδή όχι μόνο οι γονείς του αλλά και τα τρίτα πρόσωπα εκτός σπιτιού είναι υποχρεωμένοι να κόπτονται για να πραγματοποιούν τα θελήματά του.
Επειδή ακριβώς έχει μάθει να είναι το «χαϊδεμένο» της οικογένειας, δε μαθαίνει να διεκδικεί αυτά που θέλει και όταν δεν τα παίρνει άκοπα, απογοητεύεται και σταματάει την όποια προσπάθεια. Δεν έχει μάθει να χάνει και το παίρνει εύκολα από κάτω σε επίπεδο ψυχολογίας.
Μπορεί να έχει πάρει άφθονη αγάπη και τα πάντα να του έχουν έρθει εύκολα, όμως αυτό δε συνεπάγεται απαραίτητα ότι απολαμβάνει να προσέχει και να νοιάζεται αγαπημένα του πρόσωπα, με δεδομένο τον εγωκεντρισμό του.
Από την άλλη μεριά, το αδερφάκι του νιώθει παραμελημένο, αδικημένο και ότι δεν παίρνει όση αγάπη έχει ανάγκη. Αυτός ο συνδυασμός το κάνει να αισθάνεται λιγότερο απαραίτητο για τους γονείς του και είναι πιθανό όλο αυτό να του βγει σε εσωστρέφεια.
Εκτός αυτού, αργά ή γρήγορα θα βγουν στην επιφάνεια αισθήματα ανταγωνισμού για το αδερφάκι του, μέσα στην όλη του προσπάθεια να «φωνάξει» ότι «είμαι και εγώ εδώ». Αυτή η αντίληψη θα το ακολουθήσει και στις υπόλοιπες σχέσεις του με τους ανθρώπους όσο μεγαλώνει.
Τέλος, κάτι ακόμα που μπορεί να προκύψει ως μέρος της ψυχοσύνθεσης του αδικημένου παιδιού είναι κάτι σαν κόμπλεξ κατωτερότητας. Θα μεγαλώσει χωρίς αυτοπεποίθηση, δε θα μπορεί να διεκδικεί το δίκιο του και θα συμβιβάζεται με τη μετριότητα, απλά και μόνο γιατί έμαθε να έχει δεύτερο ρόλο από το σπίτι του.