Ομολογώ ότι ευχαριστήθηκα όταν το διάβασα. Τελικά, ακόμη και στον σκανδιναβικό παράδεισο, υπάρχουν κακομαθημένα βρωμόπαιδα. Το βιβλίο του σουηδού ψυχιάτρου Ντέιβιντ «Πώς τα παιδιά υφάρπαξαν την εξουσία συνεχίζει» να διχάζει, πρωτίστως γιατί ανέδειξε ένα εθνικό ταμπού.
Η χώρα με το πανίσχυρο κοινωνικό κράτος και την τέλεια παιδική ηλικία (σχεδόν νομίζεις πως στα ποτάμια ρέει ζεστή σοκολάτα και από τα κλαδιά των δέντρων κρέμονται ριγέ γλειφιτζούρια, για να δανειστώ από τη χειμαρρώδη φαντασία του αγαπημένου μου συγγραφέα παιδικών βιβλίων Ρόαλντ Νταλ) βρήκε αισίως έναν εσωτερικό εχθρό.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Εμπερχαρντ, πατέρας ο ίδιος έξι παιδιών, αποφάνθηκε ότι η παιδοκεντρική Σουηδία έχει δημιουργήσει προβληματικά παιδιά. Και αυτό γιατί μεγαλώνουν πλέον χωρίς πλαίσιο, χωρίς όρια, χωρίς τιμωρία ή συνέπειες (υψώνεις λιγάκι τη φωνή και ύστερα από λίγο φοβάσαι ότι θα σου χτυπήσει την πόρτα η Πρόνοια).
Εκτός αυτού, τα παιδιά είναι εκείνα που κάνουν κουμάντο. Είναι εκείνα που αποφασίζουν τι θα φάει σήμερα η οικογένεια και αν το καλοκαίρι θα πάει διακοπές στην Κρήτη ή στα Κανάρια Νησιά, ποιο κανάλι θα παίζει όλο το απόγευμα η τηλεόραση, αν πρέπει να χοροπηδάμε σαν κατσίκια την ώρα που έχουν έρθει για επίσημο δείπνο ο υπέργηρος θείος και η θεία με την ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση και πότε είναι η πιο κατάλληλη ώρα να σταματήσουμε να παίζουμε «Mignon Rush» στο iPad και να πέσουμε για ύπνο.
Στη χώρα αυτή με την πλέον προοδευτική νομοθεσία (η πρώτη στον κόσμο που κατήργησε τη σωματική τιμωρία το 1979, ενώ από το 1988 απαίτησε από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης να προσφέρουν ίσες ευκαιρίες σε αγόρια και κορίτσια), στη χώρα με τα πιο «προχωρημένα» κοινωνικά πειράματα (θυμίζω τον πρωτοποριακό παιδικό σταθμό της Στοκχόλμης, όπου αγόρια και κορίτσια χρησιμοποιούν την προσωπική αντωνυμία «hen», αντί του «αυτός» και «αυτή»), οι γονείς έχουν εκπαιδευτεί να υπακούουν και να συμμορφώνονται.
Σύμφωνα με τον Εμπερχαρντ, ο οποίος σημειωτέον δεν είναι η πρώτη φορά που διαολίζει τους Σουηδούς, οι επιπτώσεις της «ανεξέλεγκτης» διαπαιδαγώγησης και της συστηματικής κατάργησης των ορίων είναι ο θηριώδης εγωκεντρισμός, η κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές (αν όχι στα παιδιά, στους αυριανούς ενηλίκους).
Είναι, όμως, ήδη εμφανής και η πτώση στις ακαδημαϊκές επιδόσεις των σουηδών μαθητών (εν αντιθέσει, μάλιστα, με τους Φινλανδούς που «πετάνε»). Ο ίδιος ο σουηδός υπουργός Παιδείας έφτασε εσχάτως στο σημείο να υπογραμμίσει την ανάγκη αυστηρότερων κανόνων σχολικής πειθαρχίας.
Ενδεικτικό το παράδειγμα που δίνει ο Εμπερχαρντ για να περιγράψει το αχαλίνωτο της κατάστασης. Αν ο δάσκαλος «κατασχέσει» το κινητό ενός μαθητή που παίζει ή στέλνει SMS εν ώρα μαθήματος, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κληθεί αργότερα να απολογηθεί ενώπιον των γονέων του για αυτή την κατάφωρη καταπάτηση των δικαιωμάτων «του παιδιού». Για να αποφύγει όλη αυτή την ψυχοφθόρα διαδικασία, ο δάσκαλος αναλαμβάνει να συνετίσει τον άτακτο μαθητή με λογικά βεβαίως επιχειρήματα (διότι, αν εξοργισθεί ή χτυπήσει το χέρι επάνω στην έδρα, πάλι θα βρεθεί αντιμέτωπος με εξοργισμένους γεννήτορες να του κραδαίνουν τη Διεθνή Σύμβαση για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού).
Προφανώς, ο Εμπερχαρντ έχει διαπιστώσει ότι αυτή η «δικτατορία του παιδιού» (και όχι «η δημοκρατία της οικογένειας» που ευαγγελίζονται οι συμπατριώτες του) έχει εξαπλωθεί σαν επιδημία ιλαράς και σε άλλες παιδικές ηλικίες ανά την Ευρώπη. Και όσο και αν μια τέτοια συζήτηση μοιάζει με επιστημονική φαντασία στη σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης (με το ισχνό κοινωνικό κράτος και την παιδική κακοποίηση σε έξαρση), πολλοί εναλλακτικοί, εξόχως ενοχικοί γονείς, εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως το να πούμε «όχι» στην εξάχρονη κόρη μας ισοδυναμεί με τον εγκλεισμό της σε μεσαιωνικό μπουντρούμι.