Ο βαθμός στον οποίο ένας χωρισμός μπορεί να επηρεάσει την ψυχολογία του παιδιού εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Ένας από αυτούς είναι η διαδρομή, που διανύει η οικογένεια μέχρι και το χωρισμό. Είναι κάτι που συχνά παραβλέπουμε, εστιάζοντας στο διαζύγιο αυτό καθαυτό ως τη μόνη επώδυνη αλλαγή ή στους ρυθμούς της ζωής, όπως εξελίσσονται μετά από αυτό.
Η πορεία έως και το χωρισμό, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς συνεχίζουν να αλληλεπιδρούν μετέπειτα, επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την ψυχική ευημερία του παιδιού. Για παράδειγμα, εάν το κλίμα μεταξύ των γονέων χαρακτηρίζεται από συχνές αντιπαραθέσεις, οι οποίες συνεχιστούν και μετά από το διαζύγιο, είναι πιθανό το παιδί να βιώσει συνθήκες συστηματικού στρες.
Χαρακτηριστικό στοιχείο στη ζωή του παιδιού μετά από το χωρισμό είναι η αλλαγή. Η αλλαγή συνίσταται στο χρόνο που έχει με τον κάθε γονιό, τους ρόλους μέσα στο σπίτι, την ψυχολογία των γονιών και τη σχέση μεταξύ τους, τα νέα δεδομένα γύρω από τη ζωή και τις σχέσεις.
Οι αλλαγές αυτές αποτελούν πηγή αβεβαιότητας, συνεπώς πυροδοτούν στρες. Για να βοηθήσουμε τα παιδιά, είναι καλό να διατηρούμε μια αίσθηση ασφάλειας στην καθημερινότητά τους, δημιουργώντας μια ρουτίνα. Μπορούμε, για παράδειγμα, να συνεχίσουμε κάποιες από τις «παραδοσιακές» δραστηριότητες της οικογένειάς μας ή να δημιουργήσουμε καινούριες.
Το σκεπτικό πίσω από αυτό είναι να έχουμε ένα σταθερό πλαίσιο αναφοράς, στο οποίο το παιδί θα μπορεί να ανατρέχει κάθε φορά, που αισθάνεται την ανάγκη για ασφάλεια και προστασία.
Κάθε παιδί αντιδρά διαφορετικά σε έναν χωρισμό. Μια αντίδραση που μπορεί να έχουν τα πιο μικρά παιδιά στην αλλαγή είναι η αυξημένη προσκόλληση στους γονείς, σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσουν το άγχος που νιώθουν.
Αντίθετα, τα μεγαλύτερα παιδιά συνηθίζουν να αποστασιοποιούνται από τους γονείς και να προσπαθούν να βρουν τα στηρίγματά τους στον κόσμο έξω από το σπίτι.
Δεν είναι ασυνήθιστο, δε, κάποια παιδιά να αισθανθούν ότι οφείλουν να αναλάβουν το ρόλο ενήλικα, ώστε να βοηθήσουν τα ίδια τους γονείς που δεν είναι καλά, με αποτέλεσμα να χάνουν στιγμές από την παιδική τους ηλικία.
Tο παιδί δεν έχει απαραίτητα τη συναισθηματική και πνευματική ωριμότητα για να διαχειριστεί έναν χωρισμό, επομένως είναι πιθανό να θεωρήσει τον εαυτό του ως υπεύθυνο για την κατάσταση.
Επίσης, ανάλογα με την ηλικία του, μπορεί να έχει μια περισσότερο ή λιγότερο εξιδανικευμένη θεώρηση των σχέσεων, η οποία «γκρεμίζεται» απότομα.
Για να βοηθήσουμε τα παιδιά, χρειάζεται να είμαστε διαθέσιμοι να παράσχουμε συναισθηματική ασφάλεια και αγάπη. Από έρευνες έχει προκύψει ότι η γονεϊκή ζεστασιά και αποδοχή ευνοούν την ανάπτυξη ικανοτήτων διαχείρισης στρεσογόνων καταστάσεων, που χαρακτηρίζονται από ενεργητικότητα και όχι από αποφυγή και απόσυρση.
Για τις μεγαλύτερες ηλικίες κοντά στην εφηβεία, οπότε τα παιδιά μπορεί να αντιδράσουν με μεγαλύτερο θυμό και αποστασιοποίηση, είναι σημαντικό να τα βοηθήσουμε στην ανάγκη τους να παίρνουν πρωτοβουλίες στη ζωή τους έξω από το σπίτι, να τα υποστηρίξουμε, όταν αναλαμβάνουν ευθύνες και να είμαστε δίπλα τους σε περίπτωση αποτυχίας.
Στη δύσκολη περίοδο του χωρισμού ή του διαζυγίου, είναι πολύ σημαντικό πριν από όλα να αναγνωρίσουμε και να «δουλέψουμε» τα δικά μας συναισθήματα. Συχνά, εάν αισθανόμαστε αδικημένοι από τον/την πρώην σύντροφό μας, εκλαμβάνουμε ως υποχώρηση το να έχουμε θετική στάση απέναντί του ή να βρούμε κοινά σημεία συμφωνίας μαζί του.
Παρόλα αυτά, η συνεργατικότητα λειτουργεί προσαρμοστικά ως προς την «επιβίωση» μετά το χωρισμό.
Έρευνες έχουν δείξει ότι όσο καλύτερη συνεργασία έχουμε, τόσο μεγαλύτερη ατομική αίσθηση επάρκειας θα αναπτύξουμε ως γονείς, γεγονός που κατ’ επέκταση οδηγεί σε περισσότερες ευκαιρίες και περισσότερο χρόνο για προσωπική ευημερία.
Όσο πιο πολύ «δουλέψουμε» τα αρνητικά συναισθήματα, θα μειώσουμε το στρες στην καθημερινότητά μας και θα είμαστε ικανοί να διαχειριστούμε καλύτερα τις σχέσεις μας.
Ταυτόχρονα, η βοήθεια προς το παιδί θα είναι ιδιαίτερα σημαντική – καθότι είναι ο ευαίσθητος αποδέκτης – ώστε να μη χρειαστεί να αναλάβει ρόλους που δεν του αρμόζουν, όπως του ατόμου που θα πρέπει να μας παρηγορήσει ή να μας υπερασπιστεί ή να εμπλακεί στον ανταγωνισμό μεταξύ των γονέων για το ποιος είναι καλύτερος, ποιος είχε δίκιο ή άδικο.
Τα παιδιά έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται τα συναισθήματα μας, αλλά και το κλίμα που υπάρχει στην ατμόσφαιρα μεταξύ των γονιών τους, ακόμα κι αν προσπαθήσουμε να τα συγκαλύψουμε.
Μια αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτό που του παρουσιάζεται και σε αυτό που το ίδιο αντιλαμβάνεται και νιώθει μπορεί να του δημιουργήσει στρες, να το μπερδέψει ή να του δημιουργήσει την εντύπωση ότι το να κουκουλώνουμε τα συναισθήματα και να ζούμε περισσότερο σε μια ψεύτικη εικόνα, είναι μια καλή τακτική για να λειτουργήσουν όλα καλά.
Φυσικά, αυτό δεν βοηθά στο να αναγνωρίσει τα συναισθήματά του και να τα κατανοήσει. Για αυτό έχει σημασία να αντιληφθούμε τα δικά μας συναισθήματα και να τα αποδεχτούμε, ώστε να μη χρειαστεί να υποκριθούμε μπροστά στο παιδί ή τα παιδιά μας ότι όλα είναι καλά, αλλά όντως να είναι.. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε, πως το γεγονός από μόνο του θα επιφορτίσει με επιπλέον πίεση και τους ίδιους τους γονείς.
Η πεποίθηση ότι τα παιδιά χωρισμένων γονέων θα έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (πχ ακαδημαϊκά προβλήματα, χαμηλή αυτοεκτίμηση, προβλήματα συμπεριφοράς) εξαιτίας αυτής ακριβώς της ιδιότητας, ακόμα και αν στηρίζεται σε αποτελέσματα ερευνών, συνήθως μόνον ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία μπορεί να λειτουργήσει, επηρεάζοντας τα παιδιά προς μια κατεύθυνση στην οποία θα τείνουν να «υιοθετήσουν» τα αναμενόμενα προαναφερθέντα προβλήματα.
Εξάλλου, υπάρχει η τάση οι άνθρωποι να αποδίδουν ευκολότερα τα όποια προβλήματα μπορεί να εμφανιστούν στο διαζύγιο παρά σε άλλους παράγοντες.
Παρά την πρόοδο που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια με στόχο να εξαλείφει το στίγμα απέναντι σε γονείς, οι οποίοι έχουν χωρίσει και σε γονείς που έχουν αποκτήσει παιδιά εκτός γάμου, έχει παρατηρηθεί ότι, ενώ οι γονείς δηλώνουν πως το στίγμα δεν παίζει ρόλο στις ζωές τους, η συμπεριφορά τους φαίνεται να είναι βαθιά επηρεασμένη από αυτό.
Το κοινωνικό στίγμα μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ψυχολογία των αποδεκτών, δημιουργώντας άγχος. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε το στίγμα που τα ίδια τα άτομα – γονείς και παιδιά – οικειοποιούνται για τον εαυτό τους.
Για παράδειγμα, η εσωτερική ανασφάλεια που δημιουργεί η καινούρια συνθήκη μπορεί να οδηγήσει τα παιδιά μας (και εμάς αντίστοιχα) να βάζουν «ταμπέλες» στον εαυτό τους ή να εσωτερικεύσουν ευκολότερα πράγματα που άκουσαν ή διάβασαν στην τηλεόραση και το διαδίκτυο.
Σε αυτή την περίπτωση, καλό είναι να διερευνήσουμε τις ανάγκες του παιδιού μας ρωτώντας το ευθέως, μέσα από την καλή επικοινωνία μαζί του, χωρίς να προτρέχουμε σε συμπεράσματα. Ας μην ξεχνάμε, πως όσο το κοινωνικό περιβάλλον και εμείς μιλάμε για αυτό, το παιδί ακούει, επηρεάζεται και αλληλεπιδρά ανάλογα με τις συμπεριφορές που αντιλαμβάνεται.