Δημήτρης Κασιάρας
Ο πατέρας χάιδευε με στοργή και ιδιαίτερη φροντίδα την πολύχρωμη ουρά του χαρταετού. Σαν να ψηλάφιζε παλιές αναμνήσεις. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που ακουμπούσε χαρταετό. Σε λίγο πλησίασε ο μικρός γιος του.
– «Εε μπαμπά, έφερα ψαλίδι να κοντύνουμε λίγο τον σπάγκο»
– «ΟΧΙ. Μη….» είπε αιφνιδιαστικά, σαν ένα μικρό παιδί που του κλέβανε το αγαπημένο του παιχνίδι. Άλλαξε όμως αμέσως τον τόνο της φωνής. «Εε, καλύτερα ας τον αφήσουμε έτσι, να μην τον χάσει ποτέ το βλέμμα μας, να τον αντικρίζουμε συνέχεια… τι λες;»
– «Καλή ιδέα…»
Και βγήκαν στη μεγάλη ολόφωτη αυλή. Ηλιόλουστη η μέρα και τα σύννεφα κυμάτιζαν στο ρυθμό των ανέμων. Λίγα βήματα πιο πέρα και ήταν έτοιμοι να αφήσουν τον χάρτινο αετό ελεύθερο. Περίμεναν την κατάλληλη στιγμή και στην επόμενη κίνηση ο σπάγκος τεντωνόταν προς τον ουρανό. Το χειροποίητο κατασκεύασμα σε λίγο έγινε πολύχρωμος αετός δίπλα στους άλλους ιπτάμενους φίλους του. Ένα χαμόγελο ευχαρίστησης άστραψε στο πρόσωπο του πατέρα, πιο μεγάλο και από αυτό του γιού του. Παράξενο…
Έκλεισε για λίγο τα μάτια.
Ξαφνικά ένα γκρίζο νέφος άρχισε να περικυκλώνει το χάρτινο αιωρούμενο. Σε λίγα λεπτά μεταμορφώθηκε σε πυκνά μαύρα σύννεφα γεμάτα ενέργεια και νευρικότητα, έτοιμα να πνίξουν ό,τι συναντούσαν στο διάβα τους. Ο πατέρας απότομα άρχισε να αγχώνεται, ένας αδιόρατος πανικός τον κατέβαλε. Το μέτωπο του είχε ιδρώσει μαζί με τα χέρια του. Ένιωθε πιο αδύναμα τώρα τα χέρια του, πιο μικροκαμωμένος, ανήμπορος να φέρει ξανά κοντά του την μικρή του χάρτινη χαρά. Σαν να σμικρύνθηκε για να μεταμορφωθεί, μέσα από τη χοάνη του χρόνου, σε πρωταγωνιστή παιδικών βιωμάτων του. Ο χαρταετός ταλαντευόταν ασταμάτητα ταυτόχρονα με τους παλμούς της καρδιάς του. Μια εξαφανιζόταν μες τα άγρια σύννεφα και μια πλησίαζε ριψοκίνδυνα προς τον κοντινό του, κρημνώδη, γκρεμό. Τον έβλεπε με αγωνία να είναι παιχνίδι των ανέμων και των αστραπών, χρωματιστό μπιχλιμπίδι της ατίθασης, μανιώδους βροχής. Όμως ο πατέρας τον ακολουθούσε παντού, δεν ήθελε με τίποτα να τον χάσει από το βλέμμα του.
Αγωνία. Ένταση. Μια παιγνιώδης μάχη.
Ένα απότομο φύσημα του αγέρα και στο επόμενο ανοιγόκλεισμα των ματιών ο χαρταετός είχε βυθιστεί στο ομιχλώδες άγνωστο του διπλανού γκρεμού. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Τα χείλη και το στόμα σαν να έτρεχαν να τον προλάβουν.
– «ΟΧΙ. Μη, μηηη…»
Έτρεχε λαχανιασμένος να προλάβει την τελική πτώση. Ίσως πηδούσε μαζί του, ποιος ξέρει…
Έσκυψε να δει κάτω με αγωνία. Ήθελε να τον πιάσει τουλάχιστον με τα μάτια του. Άκουσε από πίσω του μια έντονη τσιριχτή φωνή και πετάχτηκε πάνω.
– «Μπαμπά τι κάνεις; ΠΡΟΣΕΧΕ θα σου ξεφύγει ο χαρταετός μας.»
Ο μπαμπάς σαν να ξύπνησε απότομα από ένα τρομακτικό όνειρο. Κούνησε λίγο το κεφάλι του και επανήλθε στις συχνότητες της πραγματικότητας. Αυτή τη φορά έσφιξε με πείσμα τον σπάγκο και έβαλε όλη του την δύναμη στα χέρια και τα πόδια για να τιθασεύσει με σιγουριά τον αετό. Να αναπληρώσει την απώλεια του παρελθόντος.
Πλέον ένιωθε πιο δυνατός, αποφασιστικός. Πιο ψηλός και μεγάλος.
Ξεφύσησε με ένα αίσθημα αποσυμφόρησης και ο μικρός γιος του, παρακολουθούσε με αινιγματικό βλέμμα όλη την έκφραση του προσώπου του. Μπορεί ο χαρταετός για τον «μικρό» πατέρα να ήταν τελικά κάτι παραπάνω από μια παιδική χειροτεχνία. Μπορεί να ήταν ένα ανεκτίμητο δώρο που χάθηκε, η παιδικότητα του που δραπέτευε ή δραπέτευσε. Ίσως το χρωματιστό ξέγνοιαστο χαμόγελο που πνιγόταν απότομα από την νεφώδη, αγχωτική καθημερινότητα. Η αγάπη που χανόταν μέσα στην ομιχλώδη λήθη των αποπνικτικών μεριμνών. Η ανάγκη για λίγο ελευθερία και χαρά που κατέρρεε από την πυκνότητα της βροχής των αλλεπάλληλων δοκιμασιών και θλίψεων.
Πάντως, σίγουρα οι αετοί δεν δένονται, ούτε αιχμαλωτίζονται από σκοινιά. Όμως ας τους κρατήσουμε σφιχτά στις παλάμες μας όσο γίνεται παραπάνω. Κάθε λεπτό αξίζει. Και ας βραχούμε.
* Ο Δημήτρης Κασιάρας είναι πρωτοετής φοιτητής Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας