H μέριμνα για το ανήλικο τέκνο δηλαδή η επιμέλεια του προσώπου του, η διοίκηση της περιουσίας του, η εκπροσώπησή του σε κάθε υπόθεση ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του είναι δικαίωμα και υποχρέωση και των δύο γονέων από κοινού.
Η επιμέλεια του ανηλίκου δηλαδή η ανταπόκριση και κάλυψη των καθημερινών αναγκών επίβλεψης, ανατροφής, εκπαίδευσης, μόρφωσης και του τόπου διαμονής αυτού, είναι ένα τμήμα της γονικής μέριμνας. Σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης – διαζυγίου είτε μετά από αίτημα οποιουδήποτε από τους γονείς ανατίθεται από τον Δικαστή στον καταλληλότερο εκ των δύο είτε σε περίπτωση συναινετικού διαζυγίου, εφόσον έχουν καταλήξει σε τέτοιου περιεχομένου συμφωνία οι δύο εν διαστάσει σύζυγοι και στους δύο.
Ο Δικαστής αποφασίζει με γνώμονα το πραγματικό συμφέρον του ανηλίκου τέκνου, δηλαδή ποιος εκ των δύο γονέων διασφαλίζει τις συνθήκες που είναι ευνοϊκότερες για την υγιή και ομαλή ηθική και ψυχοσωματική του ανάπτυξη. Εκτιμάται η καταλληλότητα εκάστου γονέα, η συνολική συμπεριφορά του απέναντι στο τέκνο, ο συναισθηματικός δεσμός που έχει αναπτύξει το τέκνο με καθέναν εκ των γονέων του, η επαγγελματική-οικονομική κατάσταση αυτού (χωρίς να σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση ο πιο εύρωστος οικονομικά θα αναλάβει και την επιμέλεια), η δημιουργία σταθερού και γαλήνιου περιβάλλοντος για το παιδί, η σχέση του τέκνου με τα αδέρφια του κτλ.
Δεν υπάρχει πάγια-δεσμευτική δικαστηριακή πρακτική με την οποία να ανατίθεται η επιμέλεια μόνο στον πατέρα ή μόνο στην μητέρα. Ο Δικαστής αποφασίζει σεβόμενος την ισότητα των δύο γονέων ως προσώπων χωρίς διακρίσεις σχετικές με το φύλο, τη φυλή, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την περιουσιακή κατάσταση κλπ. Συνήθως για τέκνα βρεφικής ή νηπιακής ηλικίας η επιμέλεια ανατίθεται στην μητέρα λόγω της μεγάλης ανάγκης του παιδιού για την μητρική στοργή, ιδιαίτερης φοντίδας π.χ. θηλασμού, όμως πια αναγνωρίζεται και ο σπουδαίος ρόλος του πατέρα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου, οπότε δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις που η επιμέλεια ανατίθεται σε αυτόν.
Επίσης, όταν η ηλικία του παιδιού διασφαλίζει ότι υπάρχει μια ωριμότητα στον τρόπο σκέψης και έκφρασης αυτής, δηλαδή συνήθως μετά την ηλικία των 10-11 ετών, εκτιμάται από τον Δικαστή, χωρίς όμως να είναι σε καμία περίπτωση δεσμευτική γι΄αυτόν, η επιθυμία του τέκνου. Δηλαδή ο Δικαστής συναντά μόνος του το ανήλικο τέκνο, συζητά μαζί του και στη συνέχεια λαμβάνοντας υπόψη και όλα όσα προειπώθηκαν αποφαίνεται για την ανάθεση της επιμέλειας.
Ο γονέας που έχει την επιμέλεια αποφασίζει για τον τόπο κατοικίας του ανηλίκου τέκνου, για τη μόρφωση αυτού, τις δραστηριότητες που θα παρακολουθεί κλπ. Σε κάθε περίπτωση ο άλλος γονέας διατηρεί το δικαίωμα, εφόσον κρίνει ότι ο τρόπος που ασκείται η επιμέλεια, βλάπτει ή δεν είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου, να ζητήσει από το Δικαστήριο να αφαιρεθεί η επιμέλεια από τον άλλο γονέα και να ανατεθεί σε αυτόν.
Ο γονέας που δεν έχει την επιμέλεια διατηρεί το δικαίωμα επικοινωνίας με το τέκνο του, η οποία θα πρέπει να γίνεται απρόσκοπτα, προκειμένου να διατηρηθεί και να εδραιωθεί και ο συναισθηματικός δεσμός του τέκνου και με αυτόν τον γονέα. Συνήθως και πάντα εκτιμώντας την ηλικία και το πρόγραμμα του παιδιού η επικοινωνία γίνεται περίπου 2 φορές την εβδομάδα για 3-4 ώρες, υπάρχει η δυνατότητα και το δικαίωμα διανυκτέρευσης στην κατοικία του άλλου γονέα, συνήθως 2 Παρασκευοσαββατοκύριακα το μήνα, μια εβδομάδα στις γιορτές Χριστουγέννων και Πάσχα και 15 ημέρες περίπου το καλοκαίρι.
Πλέον τα συναινετικά διαζύγια δεν εκδίδονται από τα Δικαστήρια αλλά υπογράφεται συμβολαιογραφική πράξη που επικυρώνεται από τα αρμόδια κατά τόπον Ειρηνοδικεία. Για να υπογραφεί αυτή η συμβολαιογραφική πράξη είναι απαραίτητη η παρουσία δικηγόρων (ένας για κάθε σύζυγο- δεν υπάρχει πια η δυνατότητα εκπροσώπησης και των δύο μερών από έναν δικηγόρο).