in

Ο “Μαμάκιας”: Μια δυσλειτουργία του πατρικού ρόλου.

Αυτό που έχω ξαναγράψει και θα το επαναλάβω πάλι είναι ότι, αν οι πατεράδες γνώριζαν την σημαντικότητα που έχουν για τα παιδιά τους και μάλιστα για τους γιους, τότε θα αποδέχονταν τον εαυτό τους και θα έπαυαν να παίζουν τους ανήλικους με τις παρέες τους. Αν ένας πατέρας γνώριζε πόσο ο γιος του υπολογίζει, το τι θα πει, ή, πως θα “δει” για κάτι που κάνει, τότε θα έπαυε να αμφισβητεί το ρόλο του καθώς και την αναζήτηση παλαιών εφηβικών συγκινήσεων στην σημερινή ζωή του.
Μιλάω για την αδυναμία των πατεράδων στο βαθμό που με την συμπεριφορά τους απέναντι στους γιους τους, αφήνουν να φανεί μια αβεβαιότητα για το πια θέση πρέπει να κρατήσουν απέναντί τους. Από την μια αισθάνονται παρείσακτοι, από την άλλη μπορούν να γίνουν βίαιοι και απαιτητικοί νομίζοντας ότι θα κατασκευάσουν τον “άνδρα” που δεν ήταν αυτοί. Βέβαια υπάρχει και μια άλλοι κατηγορία, αυτών που παρουσιάζονται πολύ μαλακοί. Που θέλουν να γίνουν φίλοι με τα παιδιά τους και να “παίζουν σφαλιάρες”, προσπαθώντας να απαλείψουν τις διαφορές τους.
Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι οι λειτουργία της μητέρας και του πατέρα αντιπροσωπεύουν διαφορετικά συναισθήματα για το παιδί. Η μητέρα αντιπροσωπεύει την φωλιά, την προστασία, την ασφάλεια, την ζεστασιά, την αγκαλιά, την τρυφερότητα, την συγχώνευση, την κατανόηση, και τέλος την αγάπη, ενώ ο πατέρας αντιπροσωπεύει τον χωρισμό, την απομάκρυνση από το στήθος της μητέρας, την διάκριση, την διαφοροποίηση.
Ο πατέρας με την παρουσία του εκφράζει το όριο. Το τι επιτρέπεται και τι όχι στην οικογένεια. Επίσης ο πατέρας με την απαιτούμενη προσοχή, οδηγεί τα παιδιά “έξω” από το σπίτι. Είναι το άνοιγμα προς τον κόσμο και διαμορφώνει την συνείδηση του άλλου. Μέσα από την παρουσία του πατέρα μαθαίνει το όριο και το σεβασμό για τον άλλον, κοινωνικοποιείται το παιδί. Αν από την μητέρα μαθαίνει να είναι το κέντρο του κόσμου της, από τον πατέρα μαθαίνει ότι υπάρχει και η κοινωνία.
Άρα ο ρόλος του πατέρα όπως τον σκιαγράφησε πρώτη η ψυχανάλυση είναι να χωρίσει το παιδί από την μητέρα και μάλιστα τον γιο. Πρέπει να μπει ανάμεσα τους για να βοηθήσει το παιδί να αναπτύξει την ταυτότητα του μακριά από την μητρική συμβίωση, η οποία τις περισσότερες φορές στέκεται σαν εμπόδιο στην ομαλή του εξέλιξη, λόγω της σημασίας που η μητέρα αποδίδει σε αυτή.
Συγχρόνως με αυτή του την ενέργεια υπενθυμίζει στην σύζυγό του, ότι είναι εκτός από μητέρα είναι και γυναίκα και αποτελεί για εκείνον ένα ερωτικό υποκείμενο που κρύβει την ευχαρίστηση και την ηδονή  και όχι μια μανούλα με ότι συνεπάγεται για την λειτουργία της οικογένειας.
Αρκετά σημαντικό είναι να γνωρίζουμε ότι το παιδί όσο έχει ανάγκη την τρυφερότητα της μητέρας, άλλο τόσο έχει ανάγκη τα “απαγορεύεται” που θέτει ο πατέρας. Η παρουσία του λοιπόν για να μην υπολογίζεται σαν απουσία αν και είναι παρών, θα πρέπει να εκφράζεται με μια ενεργητική συμμετοχή όπου επενεργεί μέσω του ρόλου του και καθορίζει τις εξελίξεις στην οικογένεια, με την ίδια δυναμικότητα με αυτή της μητέρας. Αυτές  οι καταστάσεις στην οικογένεια μπορεί να δηλώνουν την έλλειψη του πατέρα, αλλά όχι την απουσία του.
Για να γίνουμε όμως πιο σαφείς θα πρέπει να αναφέρουμε ότι υπάρχει μια βασική διαφορά ανάμεσα στην απουσία και την έλλειψη του πατέρα. Κατ’ αρχάς υπάρχει “απουσία” και απουσία του πατέρα. Έχουμε την συμβολική έννοια της απουσίας, αλλά και την πραγματική. Την έλλειψη της απουσία την συναντάμε πολλές φορές στην συμβολική μορφή της, αλλά όχι στην πραγματική και το εξηγούμε…
Η απουσία του πατέρα μπορεί να είναι πραγματική λόγω της εργασίας του, ή, λόγω ενός χωρισμού, αλλά αυτή η απουσία μπορεί τον λιγοστό χρόνο που έχει, εάν έχουμε να κάνουμε με έναν εργαζόμενο, π. χ. τα σαββατοκύριακα, να καλύπτεται με την ενεργή του παρουσία δίπλα στα παιδιά. Ή στην περίπτωση του διαζευγμένου όταν βλέπει τα παιδιά του, να ασχολείται με αυτά και να δείχνει το πραγματικό του ενδιαφέρον. Αντίθετα υπάρχουν πατρικές απουσίες ακόμα και όταν ο εργασιακός χρόνος δεν εμποδίζει, ούτε οι χωρισμοί έχουν απομακρύνει τον πατέρα από τα παιδιά, όπου ο πατέρας αν και παρών είναι απών.
Η έλλειψη λοιπόν δεν έχει σχέση με τον χρόνο όσο με τις προθέσεις. Έχει σχέση με τον τρόπο παρουσίας του πατέρα, δηλαδή με την συμμετοχή στις οικογενειακές διαδικασίες και μάλιστα αυτές που έχουν σχέση με τα παιδιά. Με το αν προσφέρει χώρο και χρόνο στην ύπαρξη του παιδιού (γιου) στην ζωή του. Με αυτό τον τρόπο το παιδί νιώθει, αισθάνεται την σημαντικότητα που έχει για εκείνον. Μια σημαντικότητα που καθορίζει την αίσθηση της σημαντικότητα του εαυτού του.
Η παρουσία λοιπόν του πατέρα καθορίζεται και στις δύο περιπτώσεις από το ενδιαφέρον που δείχνει και από την ανάγκη να θέλει να συμμετάσχει και να επηρεάσει θετικά την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών του. Καθορίζεται από την προσπάθειά του να είναι παρών ακόμα και όταν είναι “απών”.
Στην έλλειψη της παρουσίας αντιθέτως, οι πατεράδες μπορεί να είναι παρόντες, αλλά βιώνονται από τα παιδιά τους σαν απόντες. Από την μια έχουμε μια απουσία την οποία όμως δεν μπορούμε να την καταλογίσουμε σαν έλλειψη. Και από την άλλη, μια παρουσία που μπορεί να θεωρηθεί σαν έλλειψη.
Όπως λέει ο G. Gorneau, Γάλλος ψυχαναλυτής με προσανατολισμό στην θεωρία του Γιουνγκ, η απουσία του πατέρα με την μορφή της έλλειψης δεν βοηθάει στην κατασκευή των εσωτερικών δομών στο γιο, δηλαδή την συγκρότηση των εσωτερικών ορίων, έτσι το παιδί είναι συγκεχυμένο όσο αφορά τις επιλογές τις οποίες καλείται να κάνει. Του λείπει η ικανότητα να συγκεντρωθεί σε ένα στόχο και το σημαντικότερο να ξεδιαλύνει τις προσωπικές του ανάγκες. Σε αυτή την περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά στην κατασκευή ενός άντρα που βρίσκεται σε μια εσωτερική διαταραχή.
Αυτό λοιπόν που σημειώνει πολύ όμορφα ο G. Gorneau είναι ότι “όσο πιο εύθραυστος εσωτερικά νιώθει ένα άντρας τόσο περισσότερο προσπαθεί να δημιουργήσει ένα εξωτερικό περίβλημα για επιτύχει την ισορροπία του… Όσο περισσότερο κατηγορικές και απόλυτες είναι οι γνώμες του τόσο χρησιμεύουν στην κάλυψη της εσωτερικής αβεβαιότητας… Μέσω αυτής της εξωτερικής αναπλήρωσης, οι ελλιπείς γιοι αποφεύγουν να νιώσουν την μεγάλη του δίψα για κατανόηση και αγάπη.”
Έτσι φαίνεται ότι αυτοί οι άνδρες δεν έχουν συγκροτήσει μια εσωτερική δομή, ένα εσωτερικό όριο το οποίο μπορεί να τους προστατεύσει. Και δεν το έχουν συγκροτήσει διότι ο δικός του πατέρας, μέσα από την έλλειψη της παρουσία του, δεν βοήθησε. Δεν βοήθησε ούτε με το λόγο, ούτε την συμπεριφορά του στην συγκρότηση αυτού του εσωτερικού ορίου, το οποίο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ταυτότητα του. Γύρω από αυτό το εσωτερικευμένο όριο διαμορφώνεται η σχέση με το περιβάλλον η οποία διαμορφώνει την σχέση με τον εαυτό.
Όσοι λοιπόν όσοι δεν έχουν συγκροτήσει αυτό το όριο, το αναζητούν από κάτι εξωτερικό. Αυτό θα τους το προσφέρει ένας “ηγέτης”, ένα “αφεντικό”, μια κοινωνική ομάδα στην οποία μπορούν να ενταχθούν. Η ένταξη σε μια κοινωνική ομάδα, θρησκευτική, πολιτική, εργασιακή, προσφέρει ακριβώς αυτό τον στόχο, την εξωτερική δόμηση και το όριο που λείπει στο υποκείμενο. Βοηθάει την συγκρότηση του εαυτού και την αποφυγή του άγχους από την ρευστότητα που βίωνε. Αυτό το διακρίνουμε καλύτερα σε πολιτικές ομάδες με αυταρχική οργάνωση. Σε μια τέτοια ομάδα το υποκείμενο ιδιοποιείται και ταυτίζεται ευχάριστα με τις συλλογικές αξίες που προβάλλει η ομάδα, μέσα στις οποίες βρίσκει ένα καταφύγιο από την έλλειψη των δικών του αξιών, αποζητώντας τα βλέμματα θαυμασμού των “ανωτέρων” που νιώθουν ότι τους στηρίζουν και προσφέρουν νόημα στην παρουσία τους.
Η έλλειψη της παρουσίας του πατέρα λοιπόν, μπορεί κάλλιστα να ερμηνευτεί σαν εγκατάλειψη από τον γιο και αποτελεί μια πληγή η οποία εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικά επίπεδα της ζωής του αυριανού άνδρα. Η σκέψη του παιδιού ότι “ο πατέρας δεν ενδιαφέρεται για μένα” “ δεν μου δίνει σημασία”, δημιουργεί το αίσθημα της απαξίωσης, της ανεπάρκειας και της μη αποδοχής του εαυτού, που λειτουργούν αρνητικά στην ανάπτυξή του σαν άνδρας. Σαν άνδρας λοιπόν, μέσα από αυτές τις ελλείψεις μένει πάντα παιδί.
Παρατηρείται δηλαδή στους άνδρες, μια μεγάλη δυσκολία να διατυπώσουν την επιθυμία τους, να πουν την γνώμη τους και να πάρουν αποφάσεις που έχουν σχέση με τους ίδιους και την οικογένεια τους, στην περίπτωση που έχουν γίνει πατέρες. Επίσης βλέπουμε ότι παρουσιάζεται μια ευκολία στην προσαρμογή τους και τον συμβιβασμό με την απόφαση της συζύγου. Θεωρούν ότι πολλές οικογενειακές διαδικασίες δεν τους αφορούν και μάλιστα αυτές που έχουν σχέση με τα παιδιά. Ότι η συμμετοχή τους σαν πατέρες στην οικογένεια γέρνει πολύ εύκολα προς την απουσία και η σύζυγος και μητέρα επωμίζεται το ρόλο να καθορίζει την εξέλιξή της.
Σε αυτή την περίπτωση ο πατέρας δεν λειτουργεί σαν στοιχείο διαχωρισμού του γιου από την μητέρα, όπως αναφέραμε, δεν επιφέρει την αποκοπή του από την μητρικό πεδίο της σχέσης, τον απογαλακτισμό του. Δεν διαμορφώνει την διάκριση και την διαφοροποίηση του από την μητέρα. Επίσης δεν επικυρώνει με την παρουσία του το νόμο μέσα στην οικογένεια, έτσι καταφέρνει ώστε ο λόγος του να μην έχει αξία, και η έλλειψη από την απουσία του να μην βοηθάει το παιδί να βγει έξω από το “σπίτι”, να μην το βοηθάει να πάει προς την κοινωνία και να κοινωνικοποιηθεί ομαλά.
Όταν αυτές οι λειτουργίες του πατρικού ρόλου δεν συμβαίνουν στην οικογένεια, τότε η οικογένεια δυσλειτουργεί. Όταν την έλλειψη της παρουσίας του πατέρα αποτελεί στοιχείο της σχέσης με την μητέρα και “αναλαμβάνει” εκείνη να την καλύψει, η οικογενειακή δυσλειτουργία δεν μειώνεται αλλά μεγαλώνει. Η υπέρ-λειτουργικότητα της δεν ισορροπεί τη δυσλειτουργία, αλλά την αναπαράγει. Δυστυχώς δεν καλύπτει το κενό, αλλά το μεγαλώνει.
Η υπέρ-λειτουργικότητα της περιορίζει την λειτουργία του πατέρα και διεκδικεί μια θέση πλησιέστερα στο γιο από εκείνον θεωρώντας τον ότι “δεν καταλαβαίνει”. Έτσι η υπέρ-λειτουργικότητα της μητέρας γίνεται υπερπροστασία προς το παιδί. Δεν αφήνει περιθώριο στην παρουσία του πατέρα και ακυρώνει τόσο το λόγο του όσο και την προσπάθεια να συμμετάσχει στο μεγάλωμα του.
Από την άλλη μεριά, για το παιδί, και μάλιστα για το γιο, η υπερπροστασία εκφράζει επίσης μια άλλη μορφή βίας στο βαθμό που δεν του επιτρέπει να αναπτυχθεί ελεύθερα, αλλά τελεί πάντα κάτω από το συναισθηματικό έλεγχο της μητέρας. Η κατάσταση αυτή φανερώνει μαι άλλη οικογενειακή δυσλειτουργία όπου ο γιος επιλέγεται για να καλύψει την δυσλειτουργία του ίδιου του ζευγαριού των γονέων.
Άρα αν έχουμε ένα κενό από την έλλειψη της πατρική παρουσίας, η μητρική υπερπροστασία το μεγαλώνει με αποτέλεσμα το παιδί, (γιος) να διαμορφώνεται σαν εξάρτημα της ελλειπτικής γονεϊκής σχέσης. Με αυτό τον τρόπο η οικογένεια κατασκευάζει ένα παιδί το οποίο είναι εξαρτώμενο από την μητρικό πρότυπο ενώ φοβάται το πατρικό. Το μόνο που καταφέρνουν οι γονείς, η μητέρα με την παρουσία της και ο πατέρας με την έλλειψη της παρουσίας του, είναι η κατασκευή το “μαμάκια”.
Ο “μαμάκιας” είναι μια διάσταση της αντρικής ταυτότητας η οποία αποδίδεται σε αυτούς που ζούνε και μεγαλώνουν κάτω από την άγρυπνη προστασία τη μητέρας. Μια προστασία η οποία ξεπερνάει τα όρια μιας “φυσιολογικής” σχέσης και εκφράζει την σημαντικότητα της μητρικής παρουσίας σαν στοιχείο που πυροδοτεί, ενισχύει και ελέγχει την συμπεριφορά του γιου σε σημείο να δημιουργηθεί εξάρτηση. Στην μικρή μας χώρα αυτή η μορφή εξάρτησης θεωρείται σαν φυσικό επακόλουθο της αγάπης που υπάρχει.
Άρα ο “μαμάκιας” είναι μια οικογενειακή κατασκευή στην προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ισορροπία στην οικογένεια από την δυσλειτουργία του ζευγαριού των γονέων. Σε αυτή την δυσλειτουργία συμμετέχουν και οι δυο γονείς και η παγίωσή της σαν τελετουργική διαδικασία της οικογένειας την νομιμοποιεί και της προσφέρει μια φυσιολογικότητα της οποίας η αμφισβήτηση μπορεί να φανεί παράλογη.
Η παρουσία του “μαμάκια” ενώ δημιουργεί μια ισορροπία στην σχέση των γονέων, απογυμνώνει το γιο. Τον απογυμνώνει από την ζωή του. Διαμορφώνει την επιθυμία του και το καταστεί ανίκανο να επιλέξει. Ο “μαμάκιας” είναι ένα υπερευαίσθητο υποκείμενο το οποίο δεν έχει το θάρρος της γνώμης του. Ένα εύθραυστο αγόρι που έχει μάθει να αποφεύγει τις υπευθυνότητες του ενήλικα. Ένα υποκείμενο που δεν αισθάνεται ικανό να αντιμετωπίσει τον κόσμο και πάντα θα ψάχνει κάποιον, όπως την μαμά του, για να αναλάβει την ευθύνη της ζωής του.
Ο “μαμάκιας” είναι μια διαχρονική επανάληψη της έλλειψης που δημιουργείται από την απουσία του πατέρα και από την μη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του μέσα στην οικογένεια. Είναι το προϊόν της παραίτηση του από το ισχύ του ρόλο του και την παραχώρηση της δικαιοδοσίας του στην σύζυγό του. Άρα είναι μια ήττα στην διεκδίκηση και στην διαπραγμάτευση των όρων διαβίωσης στο ζευγάρι.
Στην ουσία δεν υπάρχει διαπραγμάτευση. Ο Πατέρας, στη μικρή μας χώρα, έχω την εντύπωση, ότι δε φαντάζεται καν ότι πρέπει να διαπραγματευτεί με το έτερον ήμισυ την θέση του στην οικογένεια. Παραιτείται από την αρχή. Παραχωρεί το πεδίο στην σύζυγο και περιορίζεται στο ρόλο του “κυνηγού”, όπως ο πρωτόγονος. Ενώ νομίζει ότι με αυτό τον τρόπο έχει το “κεφάλι του ήσυχο” και απολαμβάνει την ελευθερία του, στην ουσία δεν αναπτύσσεται σαν γονιός και παραμένει “κολλημένος” στην δήθεν ανεξαρτησία του.
Στην ουσία δεν κάνει κάτι καινούργιο απλά επαναλαμβάνει στην τωρινή του οικογένεια, αυτό που έμαθε όταν ήταν παιδί. Μεγάλωσε βιώνοντας και αυτός την έλλειψη του δικού του πατέρα. Και αυτός μέσα από αυτή την έλλειψη του κατασκευάστηκε σαν “μαμάκιας” όταν ήταν παιδί και ο οποίος συνεχίζει να είναι όταν έγινε πατέρας. Είναι έτοιμος να μεταδώσει στο γιο του αυτή την ιδιότητα.
Φαίνεται ότι ο “μαμάκιας” είναι μια διαχρονική ταυτότητα που προσφέρεται στην ελληνική οικογένεια, καλύπτοντας πίσω από αυτή τόσο την δυσλειτουργία των μελών της, όσο και την βία που επικρατεί μεταξύ τους, η οποία μεταλλάσσεται σε ενδιαφέρον. Ο “μαμάκιας” επίσης είναι προϊόν της καλυμμένης βίας της οικογένειας και της αντιπαλότητας του ζευγαριού των γονέων.
Από την μια η μητέρα με τον διαμεσολαβητικό της ρόλο αδυνατίζει την ισχύ του πατρικού ρόλου, αναλαμβάνοντας και μη επιτρέποντας του να αναλάβει κομμάτια της λειτουργία του, και από την άλλη ο πατέρας συμβιβάζεται στην ανευθυνότητα που του προσφέρει η υπέρ-λειτουργικότητα της μητέρας. Παραιτείται, όπως είπαμε, απολαμβάνοντας την ελευθερία της νεανικότητας του με τους φίλους και της “αντρικές” τους συνήθειες.
Ο πατέρας λοιπόν δεν αντιλαμβάνεται την σημασία που έχει για αυτόν η παρουσία των παιδιών και ιδιαίτερα του γιου του. Επίσης δεν αντιλαμβάνεται την σημασία που έχει αυτός για το παιδί του. Σαν να μην γνωρίζει με ποιο τρόπο μπορεί να το επηρεάσει. Δίνει την εντύπωση ότι έχει ξεχάσει την σημασία που έδινε εκείνος, όταν ήταν παιδί, στην γνώμη του πατέρα του. Τελικά δεν αντιλαμβάνεται την σημαντικότητα της δικής του γνώμη , που σημαίνει την σημαντικότητα του.
Η έλλειψη αυτής της συνειδητοποίησης κοστίζει στον ίδιο αλλά και στα παιδιά του και ιδιαίτερα στο γιο. Για τον γιο μιλήσαμε πάρα πάνω τι κοστίζει η έλλειψη της παρουσία του πατέρα. Για τον ίδιο κοστίζει διότι δεν τον βοηθά να βιώσει την ενηλικίωση του. Να ξεφύγει από το ρόλο του “μαμάκια” που είχε στην οικογένεια καταγωγής του. Να συνειδητοποιήσει ότι τον αναπαράγει στην σχέση με την σύζυγό του. Να πάψει να “παίζει”, όπως είπαμε στην αρχή του άρθρου μας, με “ανδρικές” παρέες, που αναπαράγουν την περίοδο της εφηβείας σαν στοιχείο ασυνείδητης άρνησης της ενηλικίωσης του.
Σκέπτομαι ότι, εάν πατέρας στρεφόταν προς τους γιου του και κατανοούσε την σημασία που έχει για αυτόν η προσδοκία του, θα τελείωνε με τις αμφισβητήσεις τις ύπαρξή του και την αναζήτηση νέων εφηβικών συγκινήσεων στην ζωή του. Θα διεκδικούσε την θέση και το ρόλο του μέσα στην οικογένεια και θα βοηθούσε στην αποδέσμευση του παιδιού του από την θέση του “μαμάκια” που το έχει καταδικάσει η λειτουργία του, και η λειτουργία της συζύγου του. Θα μπορούσε η διαφοροποίηση της παρουσία του μέσα από την διεκδίκηση του ρόλου του και της θέσης του να διαμορφώσει την λειτουργία των άλλων μελών της οικογένειας προς το καλύτερο.
Με λίγα λόγια, θα έκοβε τον ομφάλιο λώρο της μητέρας από το γιο – κάτι που ίσως δεν έκανε ο πατέρας του – και θα απελευθέρωνε το παιδί του, απελευθερώνοντας και τον ίδιο και προσφέροντάς το ανδρικό πρότυπο σαν στοιχείο ταύτισης και όχι αποφυγής και για τους δύο .

Η ελληνική οικογένεια

«Συγχαρητήρια παιδί μου. Δεν πέρασες πουθενά, είμαι υπερήφανος για σένα»