Γυρνώντας πολλά χρόνια πίσω, εκεί κάπου στην ορμή της εφηβείας μου, είχα μία από τις πρώτες ιδεολογικές διαφωνίες με τον πατέρα μου, διαφωνία που με ακολουθούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα:
-«Ο άνθρωπος γεννιέται, δε γίνεται»… έλεγε εκείνος
-«Όχι, ο άνθρωπος γίνεται» φώναζα εγώ, σε μια προσπάθεια να δοθεί χώρος στην προοπτική της αλλαγής.
Λίγο αργότερα, σε ένα από τα πρώτα μαθήματα Εξελικτικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο το μεγάλο ερώτημα τέθηκε μπροστά μου ξανά. Η φύση ή η εμπειρία καθορίζει το ποιοι είμαστε τελικά; Στους κόλπους των κυριότερων ρευμάτων ψυχολογίας επικρατούν δύο αντίθετες απόψεις: σύμφωνα με την πρώτη, η γονιδιακή κληρονομιά είναι υπεύθυνη για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και της προσωπικότητας του ανθρώπου ενώ με βάση τη δεύτερη οπτική το περιβάλλον (οικογένεια, σχολείο, κοινωνία) μέσα στο οποίο μεγαλώνει κανείς κατέχει τον καθοριστικότερο ρόλο στην ανάπτυξή μας. Και όπως στα περισσότερα δίπολα της ζωής, η γέφυρα σχηματίζεται κάπου στη μέση.
Κάθε παιδί που γεννιέται, και καθώς μεγαλώνει, φέρει μαζί του ένα κομμάτι από το παρελθόν της οικογένειάς του (κληρονομικότητα), ένα κομμάτι από την αίσθηση / το συναίσθημα που προκαλεί η εμπειρία που βιώνει στο παρόν και ένα κομμάτι από τις προσδοκίες που δημιουργούνται για το μέλλον. Οι τρεις αυτοί παράγοντες αλληλεπιδρούν με ισότιμο τρόπο και καθορίζουν τη συμπεριφορά. Είναι αλήθεια πως κοινωνικά υπάρχει μια αυθόρμητη τάση η οικογένεια να παίρνει την ευθύνη για τις μη αποδεκτές συμπεριφορές των παιδιών. Και εν μέρει είναι λογικό, δεδομένου ότι αποτελεί το πρώτο σύστημα μέσα στο οποίο ένα παιδί πλάθει τη προσωπικότητά του. Οι γονείς αποτελούν τα πρώτα πρότυπα των παιδιών, είναι αυτοί που μεταφέρουν αξίες και αρχές, δημιουργούν τις πρώτες σχέσεις μαζί τους, διευκολύνουν ώστε να ανακαλύψουν τα όριά τους και να εξερευνήσουν τις πτυχές του εαυτού τους. Δεν αποτελούν όμως τον απόλυτο παράγοντα διαμόρφωσης της προσωπικότητας. Το προσωπικό δυναμικό του ίδιου του παιδιού, τα αρχέτυπα που ασυνείδητα μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, η σχολική κοινότητα, η «πίεση των συνομηλίκων», τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, οι τάσεις της εποχής είναι μερικοί ακόμα παράγοντες που κατέχουν κεντρικό ρόλο στη διαδικασία διαμόρφωσης της συμπεριφοράς.
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο οι γονείς που έρχονται να μιλήσουν για τις δυσκολίες που βιώνουν στη σχέση με τα παιδιά τους να διατηρούν ενοχική στάση, φοβούμενοι ότι πρόκειται να τους αποδοθούν ευθύνες. Κι αυτό γιατί ο τρόπος που έχουμε μάθει να λειτουργούμε συνδέεται με το ποιος ή τι φταίει για αυτό που συμβαίνει, αγνοώντας το μήνυμα που κρύβεται μέσα σε μια πράξη.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ένα παιδί εκφράζει επιθετικότητα.
- 1η άποψη: Η μαμά μπορεί να πει «Ίδιος ο πατέρας σου έχεις γίνει» (γονιδιακός παράγοντας).
- 2η άποψη: Ο μπαμπάς από την άλλη ενδέχεται να κατηγορήσει τη μητέρα: «Εσύ φταις που τον έχεις κακομάθει!» (παράγοντας διαπαιδαγώγησης).
- 3η άποψη: Στο σχολείο ή τη γειτονιά ακούγονται σχόλια όπως «Ε, το παιδί τι φταίει; Ό,τι βλέπει στο σπίτι του κάνει» (παράγοντας μίμησης).
Σε κάθε περίπτωση αναζητείται αυτός που φταίει, εικάζοντας πως η εύρεση της αιτίας προσφέρει τη λύση του προβλήματος. Είναι, ωστόσο, σημαντικό να δει κανείς ότι το παιδί μέσα από την επιθετική συμπεριφορά προσπαθεί να μιλήσει: για ένα δυσάρεστο συναίσθημα; για μια δύσκολη σχέση; για μια τραυματική εμπειρία; Η οικογένεια μπορεί να διευκολύνει ή να μπλοκάρει την εν λόγω έκφραση ανάλογα τη στάση που κρατά αλλά δεν αποτελεί απαραίτητα την πηγή της επιθετικής συμπεριφοράς.
Πίσω από κάθε συμπεριφορά, υπάρχει μια μοναδική προσωπικότητα που δεν καθορίζεται από μεμονωμένες πράξεις. Ως γονείς, παιδαγωγοί, ειδικοί ψυχικής υγείας χρειάζεται να βλέπουμε, να ακούμε και να νιώθουμε πέρα από αυτό που φαίνεται. Σεβόμενοι την αξία του παιδιού, του δίνουμε το χώρο που χρειάζεται να ανοίξει τα φτερά του και να ξεδιπλώσει τη μοναδικότητά του.
________
Αθηνά Παπαδοπούλου, Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπεύτρια (Δραματοθεραπεύτρια)