in

Πατέρας και γιος

Η σχέση πατέρα και γιου έχει απασχολήσει και εξακολουθεί να απασχολεί έντονα τόσο την επιστήμη της ψυχανάλυσης όσο και την τέχνη στις διάφορες εκφάνσεις της. Με αντικείμενο αυτήν ακριβώς τη σχέση έχουν εκπονηθεί άπειρες ψυχαναλυτικές μελέτες, γράφτηκαν πολλά μυθιστορήματα, ανέβηκαν αρκετά θεατρικά έργα, γυρίστηκαν διάφορες ταινίες.

Συχνά δε οι σχετικές ψυχαναλυτικές θεωρίες θεμελιώνονται σε λογοτεχνικά και θεατρικά κείμενα, όπως και αντίστροφα. Η σχέση πατέρα / γιου είναι πράγματι δύσκολη. Ο πατέρας συνήθως λειτουργεί ως πρότυπο, είναι αυτός που μυεί τον γιο στον κόσμο, αλλά φαντάζει και ως ανταγωνιστής στη σχέση με τη μητέρα.

Γρήγορα όμως η πατρική εξουσία αμφισβητείται από τον γιο και συχνά απομυθοποιείται και απορρίπτεται. Η φιγούρα του πατέρα βέβαια, παρά τον «φόνο» του, παραμένει εγγεγραμμένη στο συνειδητό αλλά και στο ασυνείδητο του γιου και θέτει, με διάφορες ευκαιρίες, το αίτημα της ερμηνείας και της κατανόησής της.

Μια τέτοια ευκαιρία έχει ο ώριμος πλέον συγγραφέας Νίκος Παναγιωτόπουλος, όταν ευρισκόμενος σε μια δύσκολη στιγμή, αφού απομακρύνθηκε πρόωρα από τον δικό του γιο, λόγω της διάστασης με τη γυναίκα του, νιώθει την ανάγκη να «ξαναδεί» τον νεκρό εδώ και χρόνια πατέρα του, να συνομιλήσει μαζί του, να ανασυγκροτήσει την ιστορία του και εν τέλει να επανακαθορίσει αυτοκριτικά τη μεταξύ τους σχέση.

Αποτέλεσμα αυτής της ανάγκης είναι το νέο βιβλίο του συγγραφέα, με τον τίτλο «Ολομόναχος», το κείμενο του οποίου ειδολογικά είναι βέβαια αυτοβιογραφικό, αλλά δομείται με τους αφηγηματικούς τρόπους της μυθοπλασίας και ανελίσσεται με τους ρυθμούς, τις εντάσεις και τις κορυφώσεις της.

Ο Παναγιωτόπουλος, μόνος, μετά τον χωρισμό του από τη γυναίκα του και τον γιο του, σ’ ένα σχεδόν άδειο σπίτι, θυμάται τον πατέρα του, επιβεβαιώνει στον καθρέφτη τη φυσιογνωμική τους ομοιότητα και ανασυνθέτει το χρονικό της νοσηλείας και του θανάτου του στο νοσοκομείο. Περιγράφει ακόμα το επιστέγασμα της απώλειας, την ταφή, τα πικρά συναισθήματα αλλά και τη γραφειοκρατία της, όπως μερικά χρόνια αργότερα και αυτά της εκταφής.

Ο συγγραφέας, με διαταραγμένες τις σχέσεις με τον πατέρα του από την εποχή της ενηλικίωσής του, αφηγείται τη σταδιακή επαναπροσέγγισή τους στο νοσοκομείο και τις αντιδράσεις του όταν συνειδητοποίησε την οριστική απώλεια. Μια φράση όμως του πατέρα του, λίγες μέρες πριν πεθάνει, τον στοιχειώνει γιατί καταλαβαίνει ότι δεν ήξερε ολόκληρη τη ζωή του. Ετσι την ανασύρει και την εκθέτει στην αφήγησή του.

Ο πατέρας έφυγε απότο χωριό του, μετά την Απελευθέρωση, ήρθε στην Αθήνα στο Χαλάνδρι, δούλεψε σε μια ταβέρνα, αργότερα πήγε λίγες τάξεις στο τότε νυκτερινό γυμνάσιο και κατάφερε να μονιμοποιηθεί στον ΟΤΕ, παντρεύτηκε τη γυναίκα που είχε γνωρίσει μερικά χρόνια πριν, έχτισε μαζί της το σπίτι τους στο προικώο οικόπεδο και δημιούργησαν μια οικογένεια με δύο γιους.

Ο αφηγητής θυμάται τον πατέρα του μοναχικό, χωρίς πολλούς φίλους, αφοσιωμένο στην οικογένεια, αλλά και συμβιβαστικό απέναντι στους άλλους. Διαπιστώνει όμως στην εξιστόρηση ένα μεγάλο χρονικό κενό στη διαδρομή της ζωής του. Εκπληκτος ο συγγραφέας, μαθαίνει από τη μητέρα του ότι ο πατέρας πήγε φυλακή μετά την καταγγελία μιας γυναίκας με την οποία είχε σχέσεις και ότι υπέμενε το πολλαπλό αυτό σκληρό μαρτύριο μόνος.

Με αυτό το ερμηνευτικό κλειδί ο Παναγιωτόπουλος προσεγγίζει καλύτερα τον πατέρα του και τις συμπεριφορές του. Κατανοεί ότι έζησε τη ζωή του με αυτό το βαρύ τραύμα και εξαιτίας του αισθανόνταν πάντα «ολομόναχος» και φοβικός απέναντι στον άδικο εξωτερικό κόσμο, ενώ ήταν αδέκαστος με την οικογένειά του.

Ο συγγραφέας-γιος βλέπει πλέον τον πατέρα του με τρυφερότητα αλλά και θλίψη για τον χρόνο που έχασαν. Θυμάται, βέβαια, και περιγράφει και τα συμβάντα που οδήγησαν στη ρήξη μεταξύ τους, αλλά τώρα έχει μια εξήγηση. Και το κυριότερο, ολομόναχος τώρα και αυτός, μετά τον αποχωρισμό από τη γυναίκα και τον δικό του γιο, νιώθει το νήμα που τους συνδέει.

Επιθυμεί δε τη συνέχεια του νήματος με τον γιο του. Το βιβλίο, μέσο αλλά και προϊόν της εκ νέου ανακάλυψης του πατέρα του, είναι και μια επιστολή στον γιο του για τη σχέση του με τον οποίο εκφράζει την αγωνία του. Μάλιστα, προσδιορίζει ο ίδιος το κείμενό του στο εξώφυλλο του βιβλίου ως μια «αυτοβιογραφική προφητεία».

Ο Παναγιωτόπουλος, εξαιρετικά τολμηρός, εκθέτει δημόσια τον εαυτό του και τα αισθήματά του, τις ενοχές του ως γιου και το άγχος του ως πατέρα, σε ένα υβριδικό λογοτεχνικό κείμενο. Η αφήγηση είναι ρέουσα, η ανέλιξή της με ανατροπές και με κάποια αγωνία, ενώ δεν λείπουν, παρά τον προσωπικό τόνο και το αντίστοιχο περιεχόμενό της, οι αναφορές στις εγχώριες κοινωνικές συνθήκες, όπως για παράδειγμα στη μεταπολεμική εσωτερική μετανάστευση από την επαρχία στην Αθήνα και βέβαια σ’ αυτήν προς το εξωτερικό.

Το βιβλίο του Παναγιωτόπουλου είναι ιδιαίτερα και πολλαπλά ενδιαφέρον.

Κώστας Καρακώτιας

Γιατί οι μπαμπάδες κάνουν πιο εύκολα τα χατίρια στα παιδιά τους;

Το παιδί σε θέλει εκεί, γονιό. Όχι κατ’ όνομα. Ουσιαστικά